- δεινόσαυρος
- dinosaur
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
δεινόσαυρος — ο γιγαντόσωμο χερσαίο ερπετό που έζησε πριν από εκατομμύρια χρόνια: Η εποχή των δεινοσαύρων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγκυλόσαυρος — Δεινόσαυρος της τάξης των ορνιθισχίων, της κρητιδικής περιόδου. Οι α. ήταν μεγάλα τετράποδα φυτοφάγα ερπετά μήκους 8 9 μ., με σώμα ογκώδες, θωρακισμένο με κεράτινες φολίδες ή αγκάθια. Λείψανα απολιθωμένων α. έχουν βρεθεί στη Βόρεια Αμερική, την… … Dictionary of Greek
Dinotopia — Dinotopia: A Land Apart From Time by James Gurney Dinotopia is a fictional utopia created by author and illustrator James Gurney. It is the setting for the book series with which it shares its name. Dinotopia is an isolated island inhabited by… … Wikipedia
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
ιουράσιο — Η μεσαία από τις τρεις διαπλάσεις στρωμάτων στις οποίες διαιρείται το μεσοζωικό άθροισμα στρωμάτων. Ονομάζεται και ιουρασική διάπλαση. Η ονομασία της προέρχεται από το ορεινό συγκρότημα του Ιούρα της νότιας Γερμανίας και της Ελβετίας, στην… … Dictionary of Greek
κοτιλοσαύρια — (cotylosauria). Τάξη πρωτόγονων χερσαίων ερπετών, που έζησαν από τη λιθανθρακοφόρο έως την τριασική περίοδο και θεωρούνται πρόγονοι των σημερινών ερπετών. Οι κ. είχαν σώμα μήκους από 0,3 3 μ., με κοντόχοντρα και κωνικά μέλη, στρογγυλεμένα δόντια… … Dictionary of Greek